- αμόλημα
- το [αμολάω]1. απαλλαγή κάποιου από τα δεσμά ή τον περιορισμό του, απόλυση, λύσιμο2. χαλάρωση3. απελευθέρωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμόλημα — το, ατος χαλάρωση, αποδέσμευση: Αυτό το αμόλημα του γιου του δε θα του βγει σε καλό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμολάω — και αμολάρω 1. απαλλάσσω κάποιον ή κάτι από τα δεσμά ή τον περιορισμό του, αφήνω ελεύθερο, ελευθερώνω 2. αφήνω ελεύθερο κάτι που κρατώ 3. αφήνω κάτι να ξετυλιχθεί ή να ανυψωθεί 4. ξαμολάω, χαλαρώνω 5. αφήνω κάποιον ελεύθερο στις ενέργειές του,… … Dictionary of Greek
εξαπόλυση — η απόλυση, αμόλημα, ξαπόλυμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)